- ὑπερεόρακε
- ὑπερεόρᾱκε , ὑπεροράωlook overperf imperat act 2nd sgὑπερεόρᾱκε , ὑπεροράωlook overperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερορώ — άω, και ιων. τ. ὑπερορέω, Α [ὀρῶ] 1. βλέπω από ένα ψηλότερο σημείο προς κάτι που βρίσκεται από κάτω, βλέπω κάτι από πάνω («ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορέοντα καὶ οἱ ἵπποι», Ηρόδ.) 2. ανέχομαι, παραβλέπω κάτι («τὴν ὕβριν… … Dictionary of Greek